- ξερόψωμο
- τό1) несвежий, чёрствый хлеб; 2) (только) один хлеб, пустой хлеб
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξερόψωμο — το 1. ψωμί ξερό, μπαγιάτικο. 2. ψωμί που τρώγεται χωρίς προσφάγι: Πέρασα σήμερα με ξερόψωμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξερόψωμο — το 1. ψωμί ξερό, μπαγιάτικο 2. ψωμί που τρώγεται μόνο, χωρίς άλλο προσφάγι … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek